- ράμμα
- το, -ατος1. κλωστή για ράψιμο.2. φρ., «Έχω ράμματα για τη γούνα σου», σου φυλάω δυσάρεστη ανταπόδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥάμμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να … Dictionary of Greek
ῥάμμ' — ῥάμμα , ῥάμμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαμμάτων — ῥάμμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμμασι — ῥάμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμμασιν — ῥάμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμματα — ῥάμμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμματι — ῥάμμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμματος — ῥάμμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dithyrambvs — DITHYRAMBVS, i, Gr. Διθύραμβος, ου, ein gemeiner Beynamen des Bacchus, welchen er von δὶς, zweymal, θύρα, die Thüre, und ἀμείβω, ich verändere, hat, entweder, weil er zweymal gebohren worden, als einmal von seiner Mutter, der Semele, und sodann… … Gründliches mythologisches Lexikon